μανίζω
Greek Monolingual
(AM μανίζω)
νεοελλ.-μσν.
1. μανιάζω
2. εχθρεύομαι
3. προκαλώ θυμό, εξοργίζω κάποιον
αρχ.
1. βλάπτω, λυμαίνομαι
2. έχω παραισθήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ἐμάνησαν, γ' πληθ. του παθ. αορ. του μαίνομαι, σχημάτισε α' εν. ἐμάνησα και από αυτό σχηματίστηκε νέος ενεστ. μανίζω, κατά το σχήμα ἐπότισα -ποτίζω (για τον σχηματισμό βλ. σήπομαι - εσάπησαν - εσάπησα - σαπίζω].