Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(Μ μανιάζω μανία
1. κατέχομαι από μανία, παραφέρομαι, οργίζομαι, παραλογιάζω
2. (για τα στοιχεία της φύσης) μαίνομαι, αγριεύω, είμαι ή γίνομαι ορμητικός («μάνιασε ο αέρας»).