μανιόκηπος
English (LSJ)
μανιόκηπον, (κῆπος III) of women, madly lustful, Anacr.158, Com.Adesp.1366.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
μανιόκηπος: adj. f болезненно похотливая Anacr.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰνιόκηπος: -ον, (κῆπος ΙΙΙ) ἐπὶ γυναικῶν, ἀκόλαστος, ἀσελγὴς μέχρι παραφροσύνης, ἀνδρομανής, Ἀνδρ. 153.
Greek Monolingual
μανιόκηπος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που πάσχει από νυμφομανία, ανδρομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μανία + κῆπος «γυναικείο εφήβαιο»].