μανὸς

Greek (Liddell-Scott)

μανὸς: [ἴδε ἐν τέλ.], ή, όν, Λατ. narus, κυρίως ἐπὶ τῆς συστάσεως πράγματός τινος, χαλαρὸς τὴν σύστασιν, πορώδης, ἀραιός, ἀντίθετον τῷ πυκνὸς (densus), πρῶτον παρ’ Ἐμπεδ. 284· ἀκολούθως παρ’ Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17, Πλάτ. καὶ Ἀριστ.· μ. ὀστᾶ, σάρκες Πλάτ. Τίμ. 75C, 87C· τὰ μανὰ καὶ κοῦφα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πυκνὰ καὶ βαρέα, αὐτόθι 53Α· ἐπὶ τῆς γλώσσης, σὰρξ μανὴ καὶ σομφὴ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· ἐπὶ τῶν μαστῶν τῶν θηλειῶν, αὐτόθι 12, 2· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, μ. καὶ πολύτρητοςπνεύμων Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10. ΙΙ. ὡσαύτως ἀντίθετον τῷ πυκνός, ἀραιός, π.χ. ἐπὶ ἰχνῶν, Ξεν. Κυν. 5. 4, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 734C· ἐπὶ τῆς κόμης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 18· ἐπὶ φυτῶν, ἀραιῶς πεφυτευμένος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2, κτλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων συμβαινόντων κατὰ διαλείμματα, ἰδίως ἐν τῷ Ἐπιρρ. μανῶς, τοσούτῳ μανότερον, τόσον ἀραιότερα, ἧττον συχνάκις, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 6· χρῆσθαι τῇ ἀναπνοῇ μανότερον Ἀριστ. π. Ἀναπν. 10, 3, πρβλ. Θεοφρ. Σημ. 2. 7, Ruhnk. εἰς Τίμ. ἐν λέξ. - Ἡ λέξις εἶναι Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἀραιός, κατὰ Α. Β. 51. [ᾰ κατὰ τὸν Ἡρῳδιαν. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 3. 292 καὶ Ζωναρ., καὶ ὁ Αἰσχύλ. δὲ ἔχει μᾰνόστημος· ἀλλὰ ᾱ κατὰ Φρύνιχ. ἐν Α. Β. 51, ὡς καὶ παρ’ Ἐμπεδοκλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· καὶ τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθετ. εἶναι: μᾱνότερος, -ότατος, οὐχὶ μᾰνώτερς, -ώτατος, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἄνευ διαφ. γραφ., Πλάτ. Νόμ. 734C, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. Φυσ. 4. 9, 3, κ. ἀλλ., π. Ζ. Γεν. 5. 3, 9.] (Ἂν τὸ α εἶναι μακρόν, τὸ μᾱνός, δυνατὸν νὰ εἶναι ἀντὶ τοῦ μαδνός, ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ μαδαρός.)