μαρκάρισμα

Greek Monolingual

-ατος, το μαρκαρίζω
1. το να σημαδεύει κανείς κάτι με μάρκα, με αναγνωριστικό σήμα («τέλειωσα το μαρκάρισμα τών σεντονιών»)
2. μτφ. το να διακρίνει κανείς κάποιον ή κάτι ανάμεσα σε πολλά άλλα, η επισήμανση με το βλέμμα ενός προσώπου ή πράγματος, το σταμπάρισμα
3. το να εμποδίζει ένας παίκτης ομαδικού αθλήματος τον αντίπαλο.