μάρκα
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee
Greek Monolingual
η
1. τα αρχικά γράμματα κύριου ονόματος ή άλλη συμβολική παράσταση κεντημένη ή χαραγμένη ή τυπωμένη πάνω σε ένα αντικείμενο, για την αναγνώριση του κατόχου του ή του εργοστασίου ή του καταστήματος από το οποίο προέρχεται, στάμπα, σήμα
2. κέρμα από μέταλλο ή κόκαλο ή πλαστικό που αντιπροσωπεύει μια συμβατική χρηματική αξία και χρησιμοποιείται για διευκόλυνση τών συναλλαγών σε καφενεία, εστιατόρια ή και χαρτοπαικτικές λέσχες
3. μτφ. άνθρωπος έξυπνος και έμπειρος, τετραπέρατος ή πονηρός, πανούργος («ο φίλος σου είναι μεγάλη μάρκα»)
4. φρ. «μάρκα μέ έκαψες»
(για αντικ. ή πρόσ.) κατώτερης ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. marca < γοτθ. marka «σύνορο, όριο»].