σταμπάρισμα
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Greek Monolingual
το, Ν σταμπάρω
1. η τοποθέτηση, η επίθεση της στάμπας πάνω σε κάτι, αποτύπωση
2. το να αποτυπωθεί κάτι καλά στη μνήμη
3. μτφ. α) ο κοινωνικός ή ηθικός στιγματισμός κάποιου
β) επισήμανση, εντοπισμός.