μαρκαλίζω

Greek Monolingual

και μαρκαλώ
(για ζώα και ιδίως τράγους και κριάρια) έρχομαι σε σεξουαλική επαφή, οχεύω, επιβαίνω, βατεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. marr-kal «παίρνω άλογο»].