και μαρκαλώ(για ζώα και ιδίως τράγους και κριάρια) έρχομαι σε σεξουαλική επαφή, οχεύω, επιβαίνω, βατεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. marr-kal «παίρνω άλογο»].