μασκαραλίκι

Greek Monolingual

το
1. πράξη που αρμόζει σε μασκαρά
2. μτφ. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ρεζιλίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μασκαράς (I) + κατάλ. -λίκι].