μαστορικός
Greek Monolingual
-ή, -ό μάστορας
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στον μάστορα («μαστορικά σύνεργα»)
2. μτφ. (για πράγματα ή και πράξεις) ο καμωμένος με τέχνη και επιδεξιότητα, έντεχνος, καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος («μαστορικό σκάλισμα του ξύλου»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαστορικά
η αμοιβή του τεχνίτη για την εργασία του.
επίρρ...
μαστορικά
με μαστοριά, με τρόπο επιδέξιο, έντεχνα, επιτήδεια.