μείλινος

English (LSJ)

η, ον, Ep. for μέλινος (q.v.).

French (Bailly abrégé)

1η, ον :
épq. c. μέλινος.
2ος, ον :
c. μείλιχος.

German (Pape)

1 poet. statt μέλινος, von Eschenholz, eschen, ἔγχος, δόρυ, Il.
2μείλιχος, ἁδονά, Eur. I.A. 234, zweifelhaft.

Russian (Dvoretsky)

μείλινος: Eur. = μειλίχιος.
μείλῐνος: эп. = μέλινος.

Greek (Liddell-Scott)

μείλινος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ μέλινος, ὃ ἴδε.

English (Autenrieth)

(μελίη): ashen. (Il.)
see μέλινος.

Greek Monolingual

μείλινος, -ίνη, -ον (Α)
βλ. μέλινος (II).

Greek Monotonic

μείλῐνος: Επικ. αντί μέλινος.