μεγαλοβλαβής

English (LSJ)

μεγαλοβλαβές, greatly injuring, Apollon.Lex.s.v. ἄη.

German (Pape)

[Seite 105] ές, sehr schadend, Erkl. von ἄητον, Apoll. L. H.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοβλαβής: -ές, ὁ μεγάλην βλάβην προξενῶν, Ἀπολλων. Λεξ. Ὁμ.

Greek Monolingual

μεγαλοβλαβής, -ές (Α)
αυτός που προξενεί μεγάλη βλάβη, πολύ βλαβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενοβλαβής].