μεγαλοφωνία

English (LSJ)

ἡ,
A loudness of voice, Arist.GA787a3, D.S.16.92.
2 grandiloquence, Luc.Hist.Conscr. 8, JTr.6, Philostr. VS1.21.5, Men.Rh.p.369 S.

German (Pape)

[Seite 108] ἡ, große, d. i. starke, laute Sprache, D. Sic. 16, 92 Luc. hist. conscr. 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
magnificence de langage.
Étymologie: μεγαλόφωνος.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοφωνία:
1 громогласность, зычный голос Arst.;
2 велеречивость, высокопарность Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοφωνία: ἡ, οὐσιαστ. τοῦ μεγαλόφωνος, ἡ μεγάλη φωνή, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 7, Διόδ. 16, 92, Φιλόστρ. 518. 2) μεγαληγορία, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. συγγράφ. 8, ἐν Διῒ Τραγ. 6.

Greek Monolingual

μεγαλοφωνία, ἡ (Α) μεγαλόφωνος
1. μεγάλη, δυνατή φωνή
2. μεγάλη, εξαιρετική ευγλωττία, ευφράδεια.

Greek Monotonic

μεγᾰλοφωνία: ἡ, πομπώδης ομιλία, σε Λουκ.

Middle Liddell

μεγᾰλοφωνία, ἡ,
grandiloquence, Luc.