πομπώδης
From LSJ
Greek Monolingual
πομπώδης, πομπώδες, Ν πομπή
1. αυτός που εμφανίζεται σαν να γίνεται σε πομπή, επιδεικτικός, στομφώδης
2. γεμάτος μεγαλείο, μεγαλοπρεπής, πανηγυρικός.
επίρρ...
πομπωδώς
με πομπώδη τρόπο.
πομπώδης, πομπώδες, Ν πομπή
1. αυτός που εμφανίζεται σαν να γίνεται σε πομπή, επιδεικτικός, στομφώδης
2. γεμάτος μεγαλείο, μεγαλοπρεπής, πανηγυρικός.
επίρρ...
πομπωδώς
με πομπώδη τρόπο.