μεγαλόβωλος

English (LSJ)

μεγαλόβωλον, with large clods, Sch.D Il.1.155.

German (Pape)

[Seite 105] großschollig, Schol. Il. 1, 155.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόβωλος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας βώλους, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 155.

Greek Monolingual

μεγαλόβωλος, -ον (Α)
(για χώμα) αυτός που έχει μεγάλους βώλους, εύφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -βῶλος (πρβλ. καλλίβωλος, χρυσόβωλος)].