Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μεγαλόπνευστος
Greek Monolingual
-η, -ο 1. αυτός που έχει υψηλές εμπνεύσεις 2. (για έργο) αυτός που προέρχεται από μεγάληέμπνευση. [ΕΤΥΜΟΛ.<μεγαλ(ο)- +πνευστός (<πνέω), πρβλ. θεό-πνευστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδαΆστυ].