μειωτικός

English (LSJ)

μειωτική, μειωτικόν,
A lowering in description, diminishing, ὕψους Longin.42.1; ὑπαρχόντων Vett.Val.10.20; ποταμῶν Heph.Astr.1.20: Medic., πλήθους (plethora) Gal.1.146; waning, τὸ τῆς σελήνης μ. σχῆμα Vett.Val.41.6.
2 depreciatory, Phld.Rh. 1.217 S. Adv. μειωτικῶς S.E.M.3.42, D.L.7.53.

German (Pape)

[Seite 117] zum Verkleinern gehörig, verkleinernd, Longin. 42. – Adv., S. Emp. adv. Math. 3, 42.

Greek (Liddell-Scott)

μειωτικός: -ή, -όν, ὁ ὑποβιβάζων τι κατὰ τὴν περιγραφήν, ἐλαττωτικός, ὕψους Λογγῖν. 42, 1. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 42, Διογ. Λ. 7. 53.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μειωτικός, -ή, -όν) μειωτός
1. αυτός που επιφέρει μείωση
2. ταπεινωτικός, εξευτελιστικός
αρχ.
1. αυτός που υποβιβάζει κάτι κατά την περιγραφή
2. αυτός που υφίσταται ελάττωση, μείωση, παρακμή.
επίρρ...
μειωτικώς (Α μειωτικῶς)
με μειωτικό τρόπο.