μελάνζοφος

English (LSJ)

μελάνζοφον, blackly dark, EM370.19.

German (Pape)

[Seite 119] schwarzdunkel, E. M. 270, 19.

Greek (Liddell-Scott)

μελάνζοφος: -ον, ὁ ἔχων μέλαν σκότος, Μέγ. Ἐτυμολ. 370. 19.

Greek Monolingual

μελάνζοφος, -ον (Α)
πάρα πολύ σκοτεινός, μαυροσκότεινος, ζοφερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ζόφος.