μελανάδα

Greek Monolingual

η μελανός
1. το μαύρο χρώμα, η μελανότητα
2. η μελανωπή κηλίδα στο δέρμα που προέρχεται συνήθως από μωλωπισμό, η μελανιά
3. το μελανό χρώμα του δέρματος που προέρχεται από ψύχος ή από παθολογικά αίτια.