Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μελανιά

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

και μελανία, η (ΑM μελανία)
μαύρο στίγμα από μελάνι, μαύρη κηλίδα
νεοελλ.
1. μελανότητα του δέρματος, ιδίως από πίεση ή χτύπημα, μελάνιασμα
2. (στον τ. μελανία) α) ο μελανιάς
β) ζωολ. γένος προσωβράγχιων γαστεροπόδων τών γλυκών νερών
μσν.-αρχ.
μαυρίλα, μελανότητα, σε αντιδιαστολή προς τη λευκότητα («διὰ τῶν λίθων τὴν ἀπὸ τῶν ἐκπυρώσεων μελανίαν», Στράβ.)
αρχ.
1. μαύρο νέφος
2. μαύρη βαφική ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μελανία (< μέλας, -ανος + κατάλ. -ία) με συνίζηση (πρβλ. καρδία - καρδιά, πονηρία - πονηριά)].