μελανῶπις, -ιδος, ἡ (Α)ως επίθ. αυτή που έχει μαύρη όψη, που φαίνεται μαύρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -ῶπις (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκώπις].