μελικράς

English (LSJ)

κρᾶτος, or μελίκρας, ατος, = μελίκρατον (drink of honey and milk, a mixture of honey and water, mixture of honey and water), οἶνος Orib. inc. 13.34 ; on the accent v. Hdn. Gr. ap. Choerob. in Theod. 1.377.

Greek Monolingual

μελικράς, -ᾱτος και μελίκρας, -ατος, ὁ (Α)
αυτός που είναι αναμεμιγμένος με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -κρας, -ατος (< θ. -κρᾱ- του κεράννυμι, πρβλ. κρᾶσις), πρβλ. ευκράς, νεοκράς.