Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ευκράς

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d

Greek Monolingual

(I)
εὐκράς, -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)
1. (για θερμοκρασία, κλίμα κ.λπ.) εύκρατος, ήπιος («εὐηλίοις καὶ εὐκρᾱσι τόποις», Θεόφρ.)
2. μτφ. ήπιος, σεμνός («ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκράς ἐγένεθ'», Ευρ.)
3. (για κρασί) ο αναμιγμένος καλά, ο συγκερασμένος με μέτρο για να τον πιει κάποιος («εὐκρὰς οἶνος», Πολυδ.)
4. (για πρόσ.) κοινωνικός, ευκοινώνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεράννυμι
βλ. ευκραής].
(II)
εὐκράς, -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ευκέφαλος.