μενεγχής

English (LSJ)

μενεγχές, = μεναίχμης, A.Eleg.3.

Greek Monolingual

μενεγχής, -ές (Α)
μεναίχμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- του μένω + -εγχής (< ἔγχος «ακόντιο, κοντάρι»), πρβλ. δολιχεγχής].

German (Pape)

ές, = μεναίχμης, ἄνδρες, Aeschyl. ep. 1 (VII.255).