δολιχεγχής
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
δολιχεγχές, with tall spear, Παίονες Il.21.155.
Spanish (DGE)
(δολῐχεγχής) -ές
• Morfología: [plu. ac. -εγχέας Il.21.155]
de larga lanza Παίονες ἄνδρες Il.l.c., epít. de Atena, Apollod.(?) en POxy.2260.1.15.
German (Pape)
[Seite 654] ές, mit langer Lanze, Homer einmal, Iliad. 21, 155 Παίονας ἄνδρας δολιχεγχέας, vgl. Scholl. Herodian.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à la longue javeline.
Étymologie: δολιχός, ἔγχος.
Russian (Dvoretsky)
δολιχεγχής: вооруженный длинным копьем (ἄνδρες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
δολῐχεγχής: -ές, ὁ μακρὸν ἔχων δόρυ, Παίονες Ἰλ. Φ. 155.
English (Autenrieth)
έος (ἔγχος): armed with long spears, Il. 21.155†.
Greek Monolingual
δολιχεγχής, -ές (Α)
αυτός που έχει μακρύ έγχος, δόρυ.
Greek Monotonic
δολῐχεγχής: -ές (ἔγχος), αυτός που έχει μακρύ δόρυ, σε Ομήρ. Ιλ.