δολιχεγχής

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολῐχεγχής Medium diacritics: δολιχεγχής Low diacritics: δολιχεγχής Capitals: ΔΟΛΙΧΕΓΧΗΣ
Transliteration A: dolichenchḗs Transliteration B: dolichenchēs Transliteration C: dolichegchis Beta Code: dolixegxh/s

English (LSJ)

δολιχεγχές, with tall spear, Παίονες Il.21.155.

Spanish (DGE)

(δολῐχεγχής) -ές
• Morfología: [plu. ac. -εγχέας Il.21.155]
de larga lanza Παίονες ἄνδρες Il.l.c., epít. de Atena, Apollod.(?) en POxy.2260.1.15.

German (Pape)

[Seite 654] ές, mit langer Lanze, Homer einmal, Iliad. 21, 155 Παίονας ἄνδρας δολιχεγχέας, vgl. Scholl. Herodian.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à la longue javeline.
Étymologie: δολιχός, ἔγχος.

Russian (Dvoretsky)

δολιχεγχής: вооруженный длинным копьем (ἄνδρες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχεγχής: -ές, ὁ μακρὸν ἔχων δόρυ, Παίονες Ἰλ. Φ. 155.

English (Autenrieth)

έος (ἔγχος): armed with long spears, Il. 21.155†.

Greek Monolingual

δολιχεγχής, -ές (Α)
αυτός που έχει μακρύ έγχος, δόρυ.

Greek Monotonic

δολῐχεγχής: -ές (ἔγχος), αυτός που έχει μακρύ δόρυ, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

δολῐχ-εγχής, ές adj ἔγχος
with tall spear, Il.