μερίτης

English (LSJ)

μερίτου, ὁ, (μερίς) partaker, sharer, τῆς ὠφελείας D.32.25, cf.Plb.4.29.6, Them.Or.5.71b, al.; τινί τινος with one in a thing, Plb.13.8.2: in plural, joint-owners, IG2.1058.

German (Pape)

[Seite 135] ὁ, Teilnehmer; μερίτας ὠφελείας τινὸς ποιεῖν, dem κοινωνεῖν entsprechend, an einem Vortheile Teil nehmen lassen, Dem. 32, 25; Alciphr. 3, 46; τινί τινος, Pol. 8, 31, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui participe, participant à, gén..
Étymologie: μέρος.

Russian (Dvoretsky)

μερίτης: ου (ῑ) ὁ имеющий долю, участник (τινός Dem.): μ. τινί τινος Polyb. участвующий с кем-л. в чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

μερίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (μερὶς) μέτοχος, τινὸς Δημ. 889. 7· τινί τινος, ὁ μετέχων μετά τινος ἄλλου ἔκ τινος πράγματος, Πολύβ. 8. 31, 6.

Greek Monolingual

μερίτης, ὁ (ΑM, Μ θηλ. μερῖτις)
1. αυτός που παίρνει μέρος σε κάτι, που συμμετέχει σε κάτι, μέτοχος («τῆς μὲν ὠφελείας τούτους ποιήσας μερίτας», Δημοσθ.)
2. φρ. «μερίτης γίγνομαί τινι» — συμμετέχω με κάποιον σε κάτι, γίνομαι συμμέτοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + κατάλ. -ίτης].

Greek Monotonic

μερίτης: [ῑ], -ου, ὁ (μερίς), μέτοχος, τινός, σε Δημ.

Middle Liddell

μερῑ́της, ου, ὁ, μερίς
a partaker in, τινός Dem.