μεσοθωράκιο
Greek Monolingual
το
ανατ. η μεσαία περιοχή του θώρακα η οποία βρίσκεται ανάμεσα στους πνεύμονες, στο στέρνο και στη σπονδυλική στήλη και περιέχει την καρδιά, τα μεγάλα αρτηριακά αγγεία, δηλ. την αορτή και τις πνευμονικές αρτηρίες, τα μεγάλα φλεβικά στελέχη, δηλ. τις κοίλες φλέβες και τις πνευμονικές φλέβες, την τραχεία και τους βρόγχους, καθώς και τον οισοφάγο, τα πνευμονογαστρικά και τα φρενικά νεύρα, το συμπαθητικό στέλεχος και τον θωρακικό πόρο στα οποία χρησιμεύει ως δίοδος μεταξύ κεφαλής και κοιλιάς.