μεσοτοιχία

Greek Monolingual

η μεσότοιχος
1. κοινός τοίχος που χωρίζει δύο οικοδομήματα ή δύο οικόπεδα
2. (νομ.) το δικαίωμα να έχει κάποιος κοινό τοίχο με έναν γειτονικό ιδιοκτήτη
3. αποζημίωση που καταβάλλεται σε ιδιοκτήτη για τη χρήση της μεσοτοιχίας από κάποιον άλλο.