μεσουράνηση
Greek Monolingual
η (Α μεσουράνησις) μεσουρανώ
η θέση του Ηλίου στο μέσο του ουρανού, το μεσουράνημα («τὸ ἔξαρμα τοῦ ἡλίου τὸ κατὰ τὰς μεσουρανήσεις», Στράβ.)
νεοελλ.
1. αστρον. α) καθένα από τα δύο σημεία της ουράνιας σφαίρας τα οποία αντιστοιχούν στην τομή του μεσημβρινού ενός τόπου και του κύκλου απόκλισης ο οποίος διαγράφεται από ένα ουράνιο σώμα κατά την ημερήσια κίνησή του (α. «άνω μεσουράνηση» β. «κάτω μεσουράνηση»)
β) η χρονική στιγμή της διάβασης ενός ουράνιου σώματος από τα σημεία αυτά
2. μτφ. το ανώτατο σημείο ακμής, δύναμης, φήμης, δόξας.