μεσουρανώ
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
Greek Monolingual
(ΑM μεσουρανῶ, -έω)
(για ουράνια σώματα) βρίσκομαι στο μέσο του ουρανού, διέρχομαι από τον μεσημβρινό ενός τόπου, είμαι στο κατακόρυφο σημείο («οἷον ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα ἀνίσχοντα καὶ δύνοντα μείζω φαίνεται ἢ μεσουρανοῦντα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. βρίσκομαι ή φθάνω στο πιο ψηλό σημείο της δράσης, της ακμής, της επιτυχίας ή της δόξας
αρχ.
βρίσκομαι στο ναδίρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσούρανος].