μεταγλωττίζω
German (Pape)
[Seite 145] verdolmetschen, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
μεταγλωττίζω: μεθερμηνεύω, μεταφράζω, Χειρόγραφ. παρὰ Pasin. Cod. Taur. 1. σ. 473.
Greek Monolingual
(Μ μεταγλωττίζω)
μεταφέρω κείμενο από μια γλώσσα σε άλλη, μεθερμηνεύω, μεταφράζω
νεοελλ.
μεταφέρω κείμενο από μια μορφή γλώσσας σε άλλη της ίδιας γλώσσας («δυσκολεύτηκα να μεταγλωττίσω το αρχαίο κείμενο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + γλῶττα «γλώσσα»)].