μεταιτῶ, -έω (Α) αιτώ1. απαιτώ το μερίδιό μου από κάτι2. παρακαλώ επίμονα, ικετεύω, εκλιπαρώ3. επαιτώ, ζητιανεύω («διαφέρεις γὰρ οὐδέν σὺ τῶν πτωχῶν, οἳ τὴν ἐφήμερον τροφὴν μεταιτοῦσιν», Λουκιαν.).