μεταιτώ

Greek Monolingual

μεταιτῶ, -έω (Α) αιτώ
1. απαιτώ το μερίδιό μου από κάτι
2. παρακαλώ επίμονα, ικετεύω, εκλιπαρώ
3. επαιτώ, ζητιανεύω («διαφέρεις γὰρ οὐδέν σὺ τῶν πτωχῶν, οἳ τὴν ἐφήμερον τροφὴν μεταιτοῦσιν», Λουκιαν.).