Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μεταλλογενετικός
Greek Monolingual
-ή, -ό 1. αυτός που προκαλεί ή υποβοηθεί τη γένεση τών μετάλλων 2.φρ. «μεταλλογενετική επαρχία» γεωλ. γεωγραφική περιοχή στην οποία απαντά σε αφθονία και κυριαρχεί ένα είδος ή μια ομάδα μεταλλοφόρων κοιτασμάτων.