μεταλλογενετικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που προκαλεί ή υποβοηθεί τη γένεση τών μετάλλων
2. φρ. «μεταλλογενετική επαρχία»
γεωλ. γεωγραφική περιοχή στην οποία απαντά σε αφθονία και κυριαρχεί ένα είδος ή μια ομάδα μεταλλοφόρων κοιτασμάτων.