μεταμεσημβρινός

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μετά τη μεσημβρία και μέχρι την εσπέρα χρονικό διάστημα, απογευματινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + μεσημβρινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].