μεταναστευτικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετανάστευση ή στον μετανάστη
2. (κυρίως για πτηνά) αυτός που έχει την ιδιότητα να αλλάζει τόπο διαμονής κατά ορισμένες εποχές και να επανέρχεται, αποδημητικός («μεταναστευτικά πτηνά»)
3. (φρ) «μεταναστευτικά κύτταρα»
(στα ανώτερα ζώα) στοιχεία του αίματος τα οποία μπορούν να εξέλθουν από τα αγγεία και να εισχωρήσουν στους διάφορους ιστούς υπό την επίδραση χημειοτακτικών ή φυσικών παραγόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταναστεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στην εφημερίδα Ώρα].