μετασχηματιστής

Greek Monolingual

ο μετασχηματίζω
1. (γενικά) αυτός που μετασχηματίζει ή μετατρέπει
2. (ηλεκτρολ.) στατική συσκευή ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής, με ένα ή περισσότερα τυλίγματα, η οποία χρησιμεύει για τον μετασχηματισμό ενός συστήματος ρευμάτων εναλλασσόμενης τάσης και έντασης σε άλλο σύστημα τάσης και έντασης, της ίδιας συχνότητας, αλλά γενικά διαφορετικών τιμών, με σκοπό τη μετάδοση ηλεκτρικής ενέργειας.