μετρονόμος

Greek Monolingual

ο (Α μετρονόμος)
νεοελλ.
1. μουσ. όργανο για τη μέτρηση ισόχρονων διαστημάτων ή τών διαφόρων ταχυτήτων ρυθμικής αγωγής
2. μετρολόγος
αρχ.
(στην Αθήνα) δημόσιος λειτουργός ο οποίος ήταν εντεταλμένος για την επιτήρηση και τον έλεγχο της ακριβείας τών μέτρων και τών σταθμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + -νόμος (< νόμος). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. metronome). Και με την τελευταία αυτή σημ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ι. Κ. Βλάχο].