μηδενίζω

Greek Monolingual

1. εξαφανίζω, εξουθενώνω καταστρέφω
2. καθιστώ ποσό ή πλήθος ίσο με το μηδέν
3. βαθμολογώ κάποιον ή κάτι με το μηδέν
4. φρ. «μηδενισμένη [ή αφανισμένη] βαθμίδα»
γλωσσ. βαθμίδα μετάπτωσης κατά την οποία ένα φωνήεν μηδενίζεται, χάνεται, λ.χ. «φεύγω-φυγάς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέν (Ι) + κατάλ. -ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Βεν. Λέσβιο].