βαθμολογώ

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

δίνω βαθμό, αξιολογώ με αριθμητική κλίμακα την επίδοση κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].