μηλόμασθος: ἡ, ἡ ἔχουσα μαστοὺς ὡς μῆλα, Ἰσ. Πορφυρογέν. ἐν Allat Exc. 316.
μηλόμασθος, ἡ (Μ)αυτή που έχει μαστούς σαν μήλα ως προς το μέγεθος ή το σχήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -μασθός (< μασθός «στήθος»), πρβλ. βούμασθος, γυναικόμασθος].