= μηνιάω, Et.Gud.d. s.v. ἐνεκότουν.
(I)μηνιάζω (Μ)βλ. μηναιάζω. (II)μηνιάζω (Α)μηνιώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνιῶ, κατά τα ρήματα σε -άζω (πρβλ. χολιῶ: χολιάζω, δειλιῶ: δειλιάζω].