μηνογραφῶ, -έω (Μ)σημειώνω ή γράφω την ημερομηνία σε επιστολή ή έγγραφο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω)].