μητρωνυμικός

English (LSJ)

μητρωνυμική, μητρωνυμικόν, (ὄνομα) named after one's mother, EM166.11. Adv. μητρωνυμικῶς Sch. Pi.P.3.118.

German (Pape)

[Seite 180] ή, όν, nach der Mutter benannt, E. M. 166, 11. Vgl. πατρωνυμικός.

Greek (Liddell-Scott)

μητρωνῠμικός: -ή, -όν, (ὄνομα) ὁ ὠνομασμένος κατὰ τὸ ὄνομα τῆς μητρός, πρβλ. πατρωνυμικός, Ἐτυμ. Μέγ. 166. 11. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3, 118.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μητρωνυμικός, -ή, -όν)
αυτός που σχηματίστηκε από το όνομα της μητέρας («μητρωνυμικά ονόματα»).
επίρρ...
μητρονυμικώς και -ά
με σχηματισμό από το όνομα της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ωνυμικός (< -ωνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. του όνομα), πρβλ. πατρ-ωνυμικός. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].