μικρόσωμα

Greek Monolingual

το
1. βιολ. κυτταροπλασματικό σωματίδιο, διαστάσεων μεταξύ 5 και 300 εκατομμυριοστών του χιλιοστομέτρου
2. βιολ. γενική ονομασία κυτταρικών οργανιδίων σφαιρικού σχήματος και διαμέτρου 0,5
1,0 μικρομέτρων, που περιβάλλονται από στοιχειώδη μεμβράνη και απαντούν σε μεγάλους αριθμούς στα ηπατικά και νεφρικά κύτταρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. microsome. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Σπ. Μηλιαράκη (βλ. μικροο-)].