μισθαγώγημαν
Greek Monolingual
μισθαγώγημαν και μισταγώγημαν, τὸ (Μ)
1. πληρωμή μισθού
2. θεϊκή ανταμοιβή στη μέλλουσα ζωή («νά παραλάβει ἕκαστος τὸ μισθαγώγημάν του», Ντελλαπ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από αμάρτυρο ρ. μισθαγωγῶ (< μισθαγωγός), κατ' επίδραση του μυσταγωγῶ (πρβλ. τ. μισταγώγημαν)].