μισοβράζω

Greek Monolingual

1. βράζω κάτι όχι εντελώς, το αφήνω μισοβρασμένο ή σχεδόν άβραστο
2. μένω σχεδόν άβραστος, βράζω λίγο, όχι εντελώς ή όσο πρέπει («το κρέας μισόβρασε»).