μοιμυάω

English (LSJ)

compress the lips or make grimaces in sign of displeasure, Hsch., Phot., v.l. for μοιμυλλᾶν in Poll.2.90; hence restored for τί μοι μυᾶτε; in Ar.Lys.126.

German (Pape)

[Seite 197] s. μυάω, u. μοιμύλλω, s. μύλλω.

Greek (Liddell-Scott)

μοιμυάω: μοιμύλλω, ἴδε μυάω. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μοιμυᾶν· τὸ τὰ χείλη πρὸς ἄλληλα προσάγειν». - «μοιμύλλειν θηλάζειν. ἐσθίειν. καὶ τὰ χείλη προσάπτειν ἀλλήλοις».

Russian (Dvoretsky)

μοιμυάω: Arph. v.l. = μυάω.

Frisk Etymological English

See also: s. μυάω (s. μύω)

Frisk Etymology German

μοιμυάω: μοιμύλλω
{moimuáō}
See also: s. μυάω (s. μύω) und μύλλον.
Page 2,249