μοιράφιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μοῖρα, Θεογνώστου Κανόν. 127, 1.
μοιράφιον, τὸ (Μ)(υποκορ. του μοίρα) μικρό τεμάχιο, μερίδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + «τεμάχιο» υποκορ. κατάλ. -άφιον (πρβλ. θηράφιον)].