μοιρίς
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, divided, μ. λίτρα a half λίτρα, Nic.Al.329 (v.l. μοιράς).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μοιρίς: -ίδος, ἡ, διῃρημένη, μ. λίτρα, ἡμίσεια λίτρα, ἢ λίτρα διῃρημένη εἰς δύο ἴσα μέρη, Νικ. Ἀλ. 327 (ἕτεροι μοιράς).
Greek Monolingual
μοιρίς, -ίδος, ἡ (Α) μοίρα
διηρημένη, μισή («μοιρὶς λίτρα», Νίκ.).