μολπηδόν

English (LSJ)

Adv. like a song, A.Pers.389.

German (Pape)

[Seite 200] mit Gesang, gesangartig, ἠχῇ κέλαδος Ἑλλήνων πάρα μολπηδὸν εὐφήμησεν, Aesch. Pers. 381.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec chant ou danse.
Étymologie: μολπή, -δον.

Russian (Dvoretsky)

μολπηδόν: adv. наподобие песни, словно песнь (εὐφημεῖν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μολπηδόν: Ἐπίρρ. ὡς μολπή, κέλαδος Ἑλλήνων πάρα μολπηδὸν ηὐφήμησεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 389.

Greek Monolingual

μολπηδόν (Α)
επίρρ. σαν μολπή, σαν σε τραγούδι («πρῶτον μὲν κέλαδος Ἑλλήνων πάρα μολπηδὸν ηὐφήμησεν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολπή + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. κλιμακηδόν, κωμηδόν)].

Greek Monotonic

μολπηδόν: επίρρ., σαν τραγούδι, τραγουδιστά, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

[from μολπή
like a song, Aesch.

English (Woodhouse)

like a song